- ὑποχυτήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 52,19vessel for pouring (oil into a lamp); neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
υποχυτήρ — ῆρος, ὁ, Α δοχείο για την έγχυση λαδιού σε λύχνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποχέω (πρβλ. ὑπόχυσις) + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek